- ακυβερνησία
- ηέλλειψη κυβέρνησης, κακοδιοίκηση: Ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια επικρατούσε σχεδόν ακυβερνησία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακυβερνησία — η (Μ ἀκυβερνησία) [ἀκυβέρνητος] νεοελλ. 1. ανυπαρξία ή αστάθεια κυβερνήσεως 2. κακή διακυβέρνηση μσν. έλλειψη κυβερνήτη, οδηγού ή αρχηγού … Dictionary of Greek
ακυβέρνητος — η, ο (Α ἀκυβέρνητος, ov) 1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο 2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση 2. αυτός που δεν μπορεί να … Dictionary of Greek
αναρχία — η 1. έλλειψη νόμιμης εξουσίας, ακυβερνησία: Ύστερα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, για ένα μικρό διάστημα, επικράτησε αναρχία. 2. ακαταστασία, αταξία: Στο σπίτι επικρατούσε αναρχία· ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε. 3. αναρχισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)